Ἐρετρικοί

Ἐρετρικοί
Ἐρετρικός
Eretria
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ερετριακός — ή, ό και ερετρικός, ή, ό (AM ἐρετριακός, ή, όν και ἐρετρικός, ή, όν) [Ερέτρια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ερέτρια, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από αυτή 2. φρ. α) «ερετριακή τέχνη» β) «ερετριακά αγγεία» αγγεία που προέρχονται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”